- προμήνυμα
- το, Ν [προμηνύω]1. προειδοποιητικό μήνυμα, προάγγελμα («προμήνυμα πολέμου»)2. μαντική προαίσθηση, οιωνός («κακά προμηνύματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμήνυμα — το, ατος προειδοποιητικό σημείο, προάγγελμα, μαντική προαίσθηση, οιωνός: Όταν πρόκειται να χαλάσει ο καιρός, έχω προμηνύματα με τους ρευματισμούς μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
ανεμαλώνι — το 1. η άλως γύρω από τον ήλιο (προμήνυμα ανέμου), ηλιοστέφανο 2. σπαν. η άλως του φεγγαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + αλώνι < αλώνιον, υποκορ. του τ. άλων, παράλλ. τ. του άλως, η «η στρογγυλότητα»] … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
δυσοιωνισμός — δυσοιωνισμός, ο (Α) κακό προμήνυμα … Dictionary of Greek
ευοίωνος — η, ο [οιωνός] 1. αυτός που αποτελεί καλό οιωνό, που προμηνύει κάτι καλό («ευοίωνο σημείο» ό, τι χαρακτηρίζεται ως ευτυχές προμήνυμα) 2. αισιόδοξος («ευοίωνες προβλέψεις») … Dictionary of Greek
ευοιωνισμός — εὐοιωνισμός, ὁ (Α) καλός οιωνός, προαίσθηση ή προμήνυμα ευτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οιωνισμός] … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek